Στιγμή
25 Τρίτη Αυγ. 2015
25 Τρίτη Αυγ. 2015
09 Δευτέρα Φεβ. 2015
Ετικέτες
#ανθρωπος, Amadeudealmeidaprado, σκεψεις, αποψη, ζωη, κειμενο, οχρυσοχοοςτωνλεξεων
(pic. Mathieu Meunier Photographie Natural light in the Cathedral of Lisieux,France )
«Οι καθοριστικές στιγμές της ζωής, όταν η κατεύθυνση της αλλάζει για πάντα, δεν χαρακτηρίζονται από ηχηρούς και εντυπωσιακούς θεατρινισμούς.
Στην πραγματικότητα οι δραματικές στιγμές μιας καθοριστικής εμπειρίας , είναι συχνά απίστευτα χαμηλών τόνων.
Όταν ξεδιπλώνει τις επαναστατικές επιπτώσεις της και βεβαιώνει ότι μια ζωή αποκαλύπτεται σε ένα νέο φως, το κάνει σιωπηλά.
Και μέσα σε αυτήν την υπέροχη σιωπή βρίσκεται το ιδιαίτερο μεγαλείο της. »
Amadeu de Almeida Prado
30 Πέμπτη Οκτ. 2014
Να ζεις ρε ψυχή μου, να μην το βάζεις κάτω.
Να ξυπνάς το πρωί και να θυμάσαι πως έχεις άλλη μία νέα ευκαιρία.
Άλλη μία μέρα που μπορείς να κάνεις όσα δεν πρόλαβες την προηγούμενη.
Άλλη μία μέρα να διορθώσεις λάθη σου και
να αλλάξεις όσα δεν σου αρέσουν.
Να σκύβεις το κεφάλι μόνο από ταπεινότητα και όχι από ταπείνωση.
Κι’ αυτή τη γαμημένη τη ζωή που σε δοκιμάζει,
να την πατάς στο λαιμό όταν το κάνει, για να ξέρει πως δεν μασάς,
και να θυμάσαι να τη φιλάς κατάμουτρα με πάθος για να ξέρει ότι την θες.
Να την δίνεις την αγάπη σου ρε ψυχή μου όταν την νοιώθεις,
εκείνη την στιγμή που ένα πράσινο φύλλο κρατάει το βλέμμα σου λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω,
εκείνη την στιγμή που ένα αδέσποτο κατάματα σου ζητιανεύει ένα χάδι και μία μπουκιά,
να την δίνεις.
Όταν ο ουρανός ρουφάει το βλέμμα σου και το αιχμαλωτίζει
κι όταν η θάλασσα σε παίρνει στην χωρίς όρια αγκαλιά της,
κι ο αέρας σε χτυπάει στα μούτρα, ή σου χαϊδεύει το μάγουλο
να την δίνεις.
Σε δυό τρυφερά αληθινά μάτια που βλέπουν στην ψυχή σου
και σ’ ένα σώμα που θα σε θελήσει με πάθος, γιατί η ψυχή του διψάει για σένα,
να την δίνεις.
Να την δίνεις, και θα δεις, όσο θα δίνεις δεν θα αδειάζεις,
θα γεμίζεις.
Θα γεμίζεις και θα αναβλύζουν τα μάτια σου το πάρε-δώσε σου.
Να μην αφήσεις κανέναν να σου πει τι μπορείς και τι όχι.
Είναι πολλοί που θα το προσπαθήσουν, ενίοτε ντυμένος ο φόβος τους με αγάπη μπορεί να σε ξεγελάσει.
Τα μάτια σου ορθάνοιχτα, οι φυλακές δεν είναι αγάπη.
Η αγάπη έχει φτερά κι όποιος την νοιώθει φυσάει κι αδειάζει τα πνευμόνια του αποκάτω τους.
Οι φόβοι των άλλων δεν είναι δικοί σου.
Μπορείς όσα θες, κι άμα δώσεις θα τα πάρεις όλα πίσω.
Πολλαπλασιασμός.
Δεν είναι τυχαία η ύπαρξη σου, γεννήθηκες ακριβώς γι’ αυτό.
Μην μπερδεύεσαι. Να είσαι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που θες να συναντάς.
Δεν είναι ρομαντικά τα λόγια μου. Είναι απλά μαθηματικά αυτά που σου λέω, με μία γερή δόση ανθρωπιάς.
Γι΄αυτό, να την δίνεις την αγάπη σου.
Κάνε τήν πράξη και θα δεις.
Μ.Σουρμπη
20 Παρασκευή Ιον. 2014
Ετικέτες
Δεν μου κάνει εντύπωση πια
που σε μια κοινωνία φτηνή και θορυβώδη
κερδίζουν κάθε μέρα οι των εντυπώσεων.
Όσο πιο θόρυβο κάνεις, τόσο το καλύτερο.
Σαν τα κούφια βαρέλια.
Νίκες στιγμιότυπου.
Ζάπινγκ, απ’ το ένα δευτερόλεπτο ως το επόμενο,
χάθηκαν τα του προηγούμενου.
Σαν τα χρυσόψαρα.
Απαλλαγμένα από μνήμες, με έναν μοναδικό προορισμό,
γύρω-γύρω απ’ τον εαυτό τους.
Και χάνεται το ταξίδι.
Χάνεται η συνέχεια των στιγμών, αυτά που τις συνδέουν για πάντα.
Μ’ αρέσει εκείνος που κερδίζει ο ίδιος τον χρόνο,
που δεν τρέχει πίσω από εντυπωσιακά δευτερόλεπτα του εαυτού του,
αλλά αφήνει την ιστορία να γράφεται ανεξίτηλα.
Αθόρυβα.
Και μιλάει αυτή γι’ αυτόν.
Μ΄αρέσουν τα βαρέλια μου γεμάτα.
Αυτή είναι νίκη.
Την γνωρίζουν εν τέλει αυτοί που ξέρουν να την περιμένουν.
Μ.Σουρμπη
18 Τετάρτη Σεπτ. 2013
… είναι κάποιες στιγμές, στη χώρα που ζω, πια είναι μέρες, βδομάδες, μήνες και χρόνια, που χάνω τα λόγια μου και η σκέψη μου θολώνει. Που δεν ξέρω αν χαίρομαι που δεν έχω φέρει ακόμα παιδιά σε αυτόν το κόσμο, ή αν λυπάμαι, μιας και θα έκανα τα πάντα για να γίνουν Άνθρωποι με κρίση στο μυαλό τους και αγάπη στη καρδιά τους και ίσως, (ένα μικρο, ελπιδοφόρο ίσως είναι αυτό), μαζί με άλλα τέτοια παιδιά άλλαζαν αυτόν τον σάπιο κόσμο που έχω να τους δώσω. Είναι τέτοιες στιγμές που νοιώθω απέραντο και αβάσταχτο θυμό.
Μοιάζει απίθανο σενάριο να αλλάξει αυτό το τοπίο που το ‘χουμε μελανώσει και κατακρεουργήσει. Είναι τέτοιες μέρες που η απογοήτευση καταβάλει, καθηλώνει τη ψυχή μου, το μυαλό μου και το σώμα μου. Αποδυνάμωση .
Το “όπλο” που φτιάξαμε θα σκορπάει ότι το γέννησε. Θα σκορπάει φόβο και μίσος.
Ας βάζαμε ελπίδα και αγάπη μέσα, να σκόρπαγε όνειρα για το μέλλον.
Μ.Σούρμπη
“Τελειωμένα”
Μέσα στον φόβο και τις υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για να αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν ειν’ αυτός στον δρόμο.
Ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(η’ δεν τ’ ακούσαμε, η’ δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη η καταστροφή, που δεν φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας.
κι ανέτοιμους – που πια καιρός -μας συνεπαίρνει.
Κ. Π. Καβάφης, 1911
26 Τρίτη Φεβ. 2013
Ετικέτες
06 Τετάρτη Φεβ. 2013
… ξύπνησε ιδρωμένη. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια με καρφωμένο το βλέμμα στο ταβάνι.
Το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι της έδειχνε 03.17. Ένοιωσε τα σεντόνια της υγρά καθώς ασυναίσθητα τα ψηλάφισε με το χέρι της.
Απέναντι απ’ το κρεβάτι ήταν η μπαλκονόπορτα και οι κουρτίνες ήταν πάντα ανοιχτές τη νύχτα γιατί αγαπούσε όταν ξύπναγε το πρωί να αντικρίζει τη μέρα. Να ‘ναι το πρώτο πράγμα που βλέπει. Της έδινε κουράγιο.
Πάλι τον είχε δει στον ύπνο της.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, μπήκε κάτω απ’ το ντους και άνοιξε το κρύο νερό, θέλοντας να δροσίσει το ζεστό κορμί και τη φλεγόμενη ψυχή της. Εδώ και 9 χρόνια ήταν γνωστή αυτή η διαδρομή. Τύλιξε μια λευκή πεσέτα γύρω απ’ το καλοσχηματισμένο σώμα της και άφησε τα μελαχροινα μαλλιά της να δροσίζουν τους ώμους της. Άνοιξε το ράδιο, ο σταθμός ήταν μόνιμα συντονισμένος και άναψε το μάτι να φτιάξει καφέ. Θα έβλεπε πάλι τη χαραυγή με μια κούπα στο χέρι.
Αρχές Μαΐου και οι χαραυγές γλυκές. Βγήκε στο μπαλκόνι με το ζεστό καφέ και τις μελωδίες να ντύνουν την ησυχία του πρωινού. Πραγματικά θεωρούσε τον Μάιο τον πιο δύσκολο μήνα του χρόνου. Τόσο γλυκός με τόσα αρώματα και τόσα χρώματα που δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει ότι πιο τρυφερό έχει ένας άνθρωπος μέσα του. Είναι ο μήνας που αν σε βρει μόνο σου σε κάνει να σου λείπουν όλα αυτά που έχεις μάθει να ζεις χωρίς. Οι χαραυγές του και τα δειλινά του γλυκό δηλητήριο.
Άναψε το τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια της καθώς ρούφηξε τη πρώτη τζούρα, μεγάλη και χορταστική λες και αυτή θα γέμιζε το κενό. Σήκωσε το φλιτζάνι, το έφερε στα χείλη της και άφησε τον καφέ να εισβάλλει στο στόμα της ζεστός.
Όλες εκείνες οι εικόνες δεν έσβηναν κι ας είχαν περάσει εννιά χρόνια, δεν είχε μάθει να τον ξεχνάει. Ο μόνος άντρας που αγάπησε ποτέ της, και πλέον ήταν σίγουρη πως δεν θα υπήρχε άλλος σαν αυτόν. Με τον Κωσταντίνο ήταν μαζί απ’ τα δεκαοχτώ. Γνωρίστηκαν στη σχολή στο πανεπιστήμιο και έγιναν αχώριστοι απ’ την αρχή. Ξεκίνησαν ως φίλοι, αν και ένοιωθαν την έλξη. Το φλερτ, ενώ η φιλία τους αποκτούσε ρίζες, κράτησε δυο χρόνια Ένα βράδυ στη σχολή σε ένα πάρτι, την είχε φιλήσει κάποιος, ούτε που θυμόταν το όνομα του, αν και του ήταν ευγνώμων. Αυτό είχε κάνει τον Κωσταντίνο να καταλάβει στιγμιαία τι ένοιωθε, την τράβηξε απ’ την αγκαλιά του άλλου και φύγανε. Από εκείνο το βράδυ ήταν ζευγάρι και παρέμειναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ένας συνδυασμός ακατανίκητος. Αυτό που της έλειπε πιο πολύ απ’ όλα ακόμα, ήταν τα αστεία του και το γέλιο του. Το κρεβάτι τους δεν τολμούσε καν να το σκεφτεί. Ο πόνος της απουσίας του της λύγιζε τα γόνατα.
Είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο και είχαν φύγει μαζί στο εξωτερικό. Ήθελαν πριν μπούνε στα δύσκολα της ζωής να ζήσουν λίγη ακόμα ανεμελιά και τον έρωτα τους.
Με το αμάξι του Κωσταντίνου θα έκαναν το γύρω της Ευρώπης για όσο είχαν λεφτά. Ταξίδευαν γύρω στους 3 μήνες όταν είχαν αράξει για λίγο στην Ιταλία. Γυρνούσαν αμπελώνες στην ιταλική επαρχία, γεύονταν κρασιά και δεν χορταίνανε ο ένας τον άλλον.
Καμιά φορά γελούσαν μεθυσμένοι και αναρωτιόταν από τι είχανε μεθύσει πάλι, ήταν το κρασί η ο έρωτας …
Εκείνο το ξημέρωμα γυρνούσαν από ένα γάμο που τους είχαν καλέσει ντόπιοι. Είχαν περάσει υπέροχα. Οι άνθρωποι εκεί ήταν τόσο ανοιχτοί και φιλικοί μαζί τους. Είχαν χορέψει και συμμετάσχει σε έθιμα τους και είχαν χαρεί να κοιτάνε άλλο ένα ερωτευμένο ζευγάρι να ξεκινάει τη κοινή του πορεία, όπου ο Κωσταντίνος είχε γυρίσει αυθόρμητα και της είχε κάνει πρόταση γάμου. “Είναι απλό ..” της είπε, “Δεν θέλω να ζήσω χωρίς εσένα, ούτε μια μέρα” .
Και είχαν βρει μια γωνιά μέσα στον αμπελώνα του κτήματος και είχαν κάνει έρωτα σαν τρελοί.
Ξημέρωνε κι ο ήλιος έσκαγε τις ακτίνες του πάνω στο μπαμπριζ του αυτοκινήτου ενω τα γέλια τους και η αγάπη τους πλημμύριζε το αμάξι. Είχε γυρίσει ο Κωσταντίνος, καθώς οδηγούσε και της έλεγε κάτι, κάτι αστείο που δεν θυμάται. Ποτε δεν θυμήθηκε τι της έλεγε. Θυμάται τα μάτια του να λάμπουν καθώς τα κάρφωναν οι νεογέννητες ακτίνες του ήλιου και θυμάται τον στιγμιαίο τρόμο ότι κάτι κακό συνέβαινε, μόλις ένοιωσε ότι χάσανε τον ελέγχο του αυτοκινήτου. Όλα κράτησαν δευτερόλεπτα. Το επόμενο που είδε ήταν το καρφωμένο του βλέμμα πάνω της και τα ουρλιαχτά μες το κεφάλι της.
Πως να σβήσει τις μνήμες ; Πως να ξεπεράσει την ευτυχία που είχε νοιώσει ;
Είχε σταματήσει να το συζητάει προ πολλού. Δεν άντεχε το “Πρέπει να το ξεπεράσεις ” των άλλων. Μια κουβέντα χωρίς νόημα. Μια κουβέντα ανεύθυνη. Μια κουβέντα γεμάτη ταυτόχρονη αγάπη και ασέβεια. Ζούσε πλέον με τους κανόνες των άλλων, σαν να το ‘χε ξεχάσει, και το προφυλασσε στη σιωπή της και στη μοναξιά της, που ένοιωθε όπου κι αν βρισκόταν, με όσους κι αν ήταν.
Μονο αυτά τα ξημερώματα στο μπαλκόνι της με το καφέ και το τσιγάρο της ένοιωθε ελεύθερη να ζει τη ζωή που της είχε οριστεί. Μια ζωή χωρίς εκείνον.
Μ.Σουρμπη
23 Τετάρτη Ιαν. 2013
(pic. Mike Dolan )
Ήταν γύρω στις 10 το βράδυ, μήνας Νοέμβρης. Το κρύο στην Αθήνα τέτοια εποχή το ‘λεγες και ανύπαρκτο, αν και θεωρούταν χειμώνας. Εκείνος όμως κρύωνε. Είχε βγει βιαστικά απ’ το σπίτι λες και τον κυνηγούσαν Μέδουσες.
Έτσι ένοιωθε.
Ζουσε μαζί με την Ειρήνη εδώ και τρία χρόνια. Καθώς απομακρυνόταν απ’ τη γειτονιά του με το συναίσθημα της φυγής και αποφυγής, μ’ ένα βήμα γρήγορο και αποφασισμένο γεμάτο αβεβαιότητα, δεν ήξερε που πήγαινε. Ήθελε απλά να φύγει. Αυτή τη διαδρομή όμως την ήξερε, ήξερε πάντα που κατέληγε. Κατηφόρισε το γνωστό δρόμο για να φτάσει σε ένα συνοικιακό μπαράκι, όπου είχε βρει πολλές φορές καταφύγιο μετά από τέτοιους τσακωμούς. Είχε γνωρίσει την Ειρήνη πριν τρεισήμισι χρόνια, μετά από ένα διάστημα που ήταν μονoς. Του είχε αρέσει θυμάται. Τον έκανε και γελαγε. Ίσως αυτό του έλειπε εκείνη τη περίοδο της ζωής του, το γέλιο. Δεν ήταν σίγουρος ότι την είχε ερωτευτεί σαν άνθρωπο, απλά του είχε αρέσει πολύ που τον έκανε και γελούσε. Η Ειρήνη ήταν ένας άνθρωπος, όχι ιδιαίτερα τρυφερός… Απεδείχθη μπουλντόζα. Έτσι τους έλεγε ο Αλέξανδρος αυτούς τους ανθρώπους. Μπουλντόζες. Πατούσαν τα πάντα στο πέρασμα τους. Μπροστά σε αυτά που ήθελε να πάρει η Ειρήνη … Μπουλντόζα. Συχνά είχε σκεφτεί την ειρωνεία του ονόματος της και της φύσης της.
Ο καυγάς είχε ξεκινήσει από άλλο ένα ασήμαντο πράγμα και είχε καταλήξει για άλλη μια φορά στο ξέσκισμα της ψυχής του. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν, ότι αν και δυστυχισμένος μαζί της, δεν έκανε αυτό το μικρό βήμα. Να μην ξαναγυρίσει. Έτσι όπως έφυγε, να μην ξαναγυρίσει.
Στεκόταν έξω απ’ το μπαράκι, έτοιμος να μπει. Έψαξε στη τσέπη του για χρήματα … Όπως έφυγε, μπορεί και να μην είχε μια πάνω του.
Άνοιξε τη πόρτα του «Πάλι» και μπήκε. Μικρό, ζεστό και πάντα με κόσμο. Αν και συνοικιακό, ερχόταν κόσμος από πολλά σημεία της Αθηνάς. Ο χαμηλός φωτισμός ζέσταινε τα πρόσωπα εδώ μέσα, ένοιωσε κι εκείνος να αποκτά τη κανονική θερμοκρασία σώματος. Βρήκε μια θέση στο μπαρ, στο κέντρο… Είχε σκεφτεί τη γωνία, αλλά ήταν γεμάτη από μια παρέα . Έκατσε εκεί, παρήγγειλε το ποτό του και χάθηκε στη σκέψη του. Το κενό, και όλα μαζί.
Αυτό που εκτιμούσε εδώ μέσα ήταν ότι ο κόσμος που ερχόταν ήταν απλός, φιλικός προς το περιβάλλον, χωρίς προσχήματα αλλά και χωρίς να ασχολείται με τον δίπλα Ο Αλέξανδρος εκτιμούσε την ησυχία του. Την είχε ανάγκη, και στα τρεισήμισι χρόνια που ήταν με την Ειρήνη δεν είχε ποτέ, ούτε μετά από τους καβγάδες ψαχτεί με άλλες γυναίκες. Δεν ήταν το στυλακι του. Άλλωστε με μια Ειρήνη στη ζωή σου, δεν έχεις και πολύ χώρο για άλλα .
Ήταν στο τρίτο ποτό και σκεφτόταν το γυρισμό. Έπαιζε το Maybe on Monday των Calexico και το συνδύασε με το φευγιό και το γυρισμό που σκεφτόταν. Maybe on Monday baby …
Έβαλε το χέρι στη τσέπη για να πληρώσει και όπως έριξε μια βιαστική μάτια τριγύρω, είδε μια δροσερή, όμορφη γυναίκα να τον κοιτάζει με ένα αμυδρό χαμόγελο. Τόσο αχνό, που δεν ήταν καν σίγουρος ότι του χαμογελούσε … Σαν να είχε ξεκουράσει το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της λαμπερά, φώτιζαν όλο της το πρόσωπο …
Κοιτάχτηκαν για κάποια δευτερόλεπτα χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Ο Αλέξανδρος βρήκε το βλέμμα της θεραπευτικό, σαν να του άνοιγε μια πόρτα σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένοιωσε μια ξαφνική ηρεμία να τον πλημμυρίζει, έβγαλε το χέρι απ’ τη τσέπη, γύρισε και τη ξανακοίταξε. Εκείνη δεν είχε πάρει τα μάτια της από πάνω του. Σταθερά και ήρεμα.
Σκέφτηκε τι τον περίμενε στο σπίτι και αποφάσισε να παραγγείλει και το τέταρτο ποτό … Με τέτοιο δώρο που του έγινε απ’ το πουθενά … Άλλο ένα να γιορτάσει αυτή τη πολυπόθητη γαληνή που ένοιωθε ξαφνικά, σκέφτηκε.
Καθώς το παρήγγειλε, την αναζήτησε. Ήταν σε μια παρέα με γυναίκες – άντρες. Κάτι έλεγαν, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον και γελούσαν. Ανταπέδωσε το κοίταγμα του στο λεπτό, σαν να το καρτερούσε… η όμορφη, γαλήνια, άγνωστη.
Ο Αλέξανδρος απομάκρυνε όλες τις προηγούμενες σκέψεις και αφέθηκε σε αυτή τη στιγμή, άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε το ποτό του φτάνοντας το στο στόμα του. Ήπιε μια γούλια και το άφησε κάτω. Τη στιγμή που ακουμπούσε το ποτήρι στο μπαρ είδε ένα γυναικείο χέρι απλωμένο εκεί, σε μια στάση «εδώ είμαι» . Σήκωσε τα μάτια του και αντίκρισε την όμορφη, γαλήνια, άγνωστη. Πίσω της, κοντά στη πόρτα πήρε το μάτι του τους φίλους της να ετοιμάζονται να φύγουν. Εκείνη κρατούσε στο άλλο χέρι το παλτό της και του χαμογέλασε, όχι αυτάρεσκα, ούτε με ύφος «κάνεις δεν μπορεί να μου αντισταθεί» . Πιο πολύ με το ύφος, «δεν μου είναι εύκολο αυτό που κάνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» . Πριν προλάβει εκείνος να πει τίποτα, άκουσε την φωνή της να του λέει, «Γεια» .
Η αξία του χαμόγελου της σταθερή και η λάμψη στα μάτια της από κοντά εκθαμβωτική θα έλεγε κάνεις.
Ο Αλέξανδρος αιφνιδιασμένος απάντησε δειλά αλλά και με χαρά κρυμμένη στη φωνή του χαμογελώντας, «Γεια».
Σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε τρυφερά το δικό του πάνω στο μπαρ και την άκουσε να του λέει:
« Ξέρεις, ήρθα να σου πω κάτι, που είδα απ’ τη στιγμή που μπήκες μέσα, και που ήταν και ο λόγος που δεν μπορούσα να μην σε κοιτάζω». Έκανε μια παύση και συνέχισε : « Άκου … Το σεξ προκαλείται. Ο έρωτας εμπνέεται. Η αγάπη χτίζεται» .
Ο Αλέξανδρος έμεινε να την κοιτάζει … Τι ήθελε να πει… Απ’ την ώρα που μπήκε μέσα ; … Τι έλεγε ; Με ύφος, τα ‘χω χάσει λίγο, της απάντησε «Και ; … »
«Και εσύ είσαι έμπνευση…. Αλλά όχι εμπνευσμένος» .
Χωρίς να περιμένει απάντηση, έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στην άκρη των χειλιών του… Άκουσε κάποιον να τη φωνάζει απ’ τη πόρτα – «Ζωή, φεύγουμε»
Πριν προλάβει να της πει τίποτα, είχε γυρίσει την πλάτη και είχε φτάσει στην πόρτα. Του έστειλε άλλο ένα βλέμμα από εκεί, και έκλεισε τη πόρτα.
Ο Αλέξανδρος έμεινε να κοιτάζει προς τη κατεύθυνση της μέχρι που τον διέκοψε ο μπάρμαν. Του έβαλε ένα ποτό μπροστά του, «Κερασμένο απ’ τη κυρία που μιλήσατε» του είπε.
Ήπιε και το πέμπτο, πλήρωσε τα τέσσερα και βγήκε στο δρόμο. Χωρίς να το καταλάβει μπήκε σε ένα ταξί και είπε στο ταξιτζή.
– «Στο κοντινότερο ξενοδοχείο φίλε μου» .
Μ.Σούρμπη
18 Παρασκευή Ιαν. 2013
Καμιά φορά είναι σαν να κοιμάσαι κ να ξυπνάς μ’ αυτό το ένα, ίδιο παράπονο. Αόριστο και μαρτυρικό, να σε κυνηγάει κάθε λεπτό της ημέρας. Μέρα μπήκε, νύχτα ήρθε κι έφυγε, κι αυτό εκεί, επίμονο, πεισματάρικο και αυτοτελές.
Πιάνω τον εαυτό μου να το κοιτάζει κατάματα με άλλο παράπονο και να το ανακρίνω με ένταση. «Τι επιμένεις ; Τι θες ; Νομίζεις θα αλλάξει κάτι όσο κι αν με κυνηγάς ; Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα υπήρχες ».
Κι όσο πεισματικά η τρυφερά του το λες, άλλο τόσο παραμένει, σταθερό στην άποψη του και υπόσταση. Σαν να θέλει να σε πνίξει μες το δικό του συναίσθημα απλά γιατί πρέπει να κερδίσει. Εγωιστικό απ’ τη φύση του με ένα τεράστιο « Γιατί » καρφιτσωμένο στη βιτρίνα του, κιτρινισμένο μπορεί, ξεπερασμένο απ’ το χρόνο ίσως, όμως εκεί, καρφιτσωμένο κι απαράλλακτο.
Έχω γυρίσει πολλές φορές τη πλάτη σε αυτό το Παράπονο, του χω πει Αντίο άλλες τόσες. Αρκεί μια στιγμή για να το επαναφέρει, μια εικόνα, ένα ήχος, μια σκέψη.
Διπρόσωπη αγάπη που αλλάζει συνεχεία ρόλους.
Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που γεννήθηκε, την ώρα. Κι όσο απομακρύνω το μυαλό μου σπρώχνοντας το στο παρελθόν , βλέπω μπροστά μου πρόσωπα και βλέμματα, χαμόγελα και πλάτες . Κάπου εκεί γεννήθηκε ανάμεσα τους , το ξέρω. Λίγο – λίγο το χτισανε όλα αυτά μαζί.
Δυο στιγμές εκεί και τρεις παραπέρα .
Χθες το βράδυ έκατσε πάλι δίπλα μου. Εγώ και το «Γιατί» του . Κάτσαμε εκεί σιωπηλά και αφήσαμε την ώρα να περνά . Σκέφτηκα πως ίσως συνηθίσουμε τελικά ο ένας τον άλλον μες τη σιωπή μας, και σταματήσει να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα για να τραβήξει τη προσοχή μου, κάθε φορά που του αρνιέμαι.
Πέρασαν μάλλον ώρες, δεν ξέρω . Εκεί που είχα συμφιλιωθεί με αυτές τις σκέψεις που νόμιζα ότι έκανα κρυφά από αυτό, γύρισε και μου ψιθύρισε με τέτοια τρυφερότητα και τόση αγάπη που χύθηκε στο πάτωμα – «Όταν έρθει, θα φύγω. Θα φύγω για πάντα» .
Κι έμεινα βουβή, πλημμυρισμένη από την αγάπη του χυμένη εκεί στο πάτωμα μπροστά μου και αποσβολωμένη από την αναπάντεχη ειλικρίνεια του. Το κοίταξα. Μου χαμογέλασε και συνεχίσαμε να καθόμαστε εκεί. Μαζί.
Τώρα πια ήξερα όμως. Και οι δυο το ίδιο περιμέναμε. Εκείνον να ‘ρθει.
Μ.Σούρμπη
18 Παρασκευή Ιαν. 2013
(pic. Antonio Palmerini)
Και είναι συνήθως εκείνες οι μικρές, ασήμαντες, αδιάφορες στιγμές .
Την ώρα που είσαι στο μπάνιο, η τη στιγμή που ανακατεύεις τον καφέ σου… Μάλλον αδειάζει το μυαλό από όλα εκείνα που η ζωή σου έχει βάλει στο πρόγραμμα… η μάλλον εσύ έχεις βάλει στη ζωή σου. Ξεκίνησαν ως θέλω και κατάντησαν πρέπει. Έγιναν από επιθυμίες, δυνάστες ευθύνες και κάθε μέρα ξυπνάς με σκοπούς και χρονοδιάγραμμα. Και από ‘κει που τα θέλω σου έπρεπε να σου δίνουν την ενέργεια να τα πραγματοποιείς, έγιναν οι βρικόλακες της ζωής σου, που ρουφάνε όση ευχαρίστηση μπορεί να είχες βρει αρχικά. Αυτή που σε έκανε να τα θελήσεις .
Είναι αυτές οι στιγμές που ανακατεύεις τον καφέ σου, που μπορεί να σου αλλάξουν τη ζωή όλη … Αν ακούσεις.
Αν ακούσεις … Μεγάλη κουβέντα να ακούς, πρώτα από όλους τον εαυτό σου, που συνήθως μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τρέχει από πίσω σου λαχανιασμένος, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή σου, έστω για μερικά δευτερόλεπτα … Να σου πει πως νοιώθει …. Αν άκουγες.
Είναι εκείνη η στιγμή που βγαίνεις γυμνός απ’ το μπάνιο και βιαστικά σκουπίζεσαι, γιατί βιάζεσαι να ετοιμαστείς … Έχεις τόσα να προλάβεις. Εκείνη τη μικρή αδιάφορη στιγμή που δεν την έχεις ποτέ μετρήσει σε μέγεθος η στη σημασία της, που μπορεί να μάθεις όλη την αλήθεια για όλα όσα νομίζεις σημαντικά και τόσο σκληρά παλεύεις να κερδίσεις.
Είναι ;
Θα τ’ αφήσεις για αργότερα. Τώρα δεν προλαβαίνεις.
Και μένεις εμβρόντητος στην αμφισβήτηση … Σαν να σε χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Τινάζεσαι και συνεχίζεις βιαστικά το σκούπισμα με τη πεσέτα … Φυσικά και είναι. Αφού εσύ τα έχεις αποφασίσει .
Αδειάζοντας την σακούλα με τα ψώνια από το σουπερμάρκετ, σκέφτεσαι τι ξέχασες … Κάτι ξέχασες … και θυμάσαι πως ξέχασες αυτόν που αγάπησες στ’ αλήθεια πριν καιρό, αλλά δεν του το είπες ποτέ … Και μετά παντρεύτηκες κάποιον που στο είπε εκείνος. Πρόλαβε κάποιος να το πει πρώτος. Μπορεί να ήταν και τυχαίο και τελικά αποδεικνύεται ατυχές, γιατί γι’ αλλού ξεκίνησες κι αλλού πήγες. Και βιάζεσαι να βάλεις και το τελευταίο γάλα στο ψυγείο, και να το κλείσεις.
Άργησες … Μεγάλη μέρα, αλλά τα πρόλαβες όλα. Είναι αργά τώρα. Πρέπει να κοιμηθείς. Αύριο ξυπνάς νωρίς.
Πλένεις το πρόσωπό σου, μηχανικά ακολουθείς την τελετουργία. Κάθε βράδυ ίδια. Έτσι πρέπει. Βουρτσίζεις τα δόντια και την ώρα εκείνη ξεχνιέσαι και κοιτάζεσαι κατάματα στον καθρέφτη, για λίγα δευτερόλεπτα … και γίνονται αιώνας.
Και θυμάσαι μια φορά που ήσουνα φοιτήτρια … σε ένα μπαράκι με το μεγάλο σου έρωτα και τους φίλους σας. Μέσα στα γέλια και τα παιχνίδια με την παρέα, σε είχε κοιτάξει κατάματα και σου είχε χαϊδέψει τρυφερά το χέρι και ένιωσες να σε πλημμυρίζει όλο το πέλαγος. Να σε ρουφάει μέχρι το βυθό και να σε ξεβράζει στην ακτή καινούρια, δυνατή και ευτυχισμένη … Αλλά δεν του είπες ποτέ ότι ήταν ένας μεγάλος σου έρωτας . Κράτησες τη στιγμή κλειδωμένη μέσα στο στόμα σου, βουβή. Σαν τον κουφό που έχει εικόνες … έχει συναίσθημα … αλλά δεν έχει ήχο.
Σκύβεις το κεφάλι πάνω στο νιπτήρα, και στηρίζεις τα χέρια σου πάνω στις πλευρές του. Για ένα λεπτό φοβάσαι ότι αυτή η από το πουθενά εμφανιζόμενη οργή σου θα τον ξεκολλήσει από τον τοίχο. Κρατάς την οδοντόβουρτσα που στάζει στο πάτωμα, αλλά τι νόημά έχει …
Σηκώνεις αποφασιστικά το κεφάλι, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και το βλέμμα σου αλλάζει μέσα σε δευτερόλεπτα, ούτε που προλαβαίνεις να το παρακολουθήσεις. Από αγωνιά και απογοήτευση περνάει στην βεβαιότητα του «Πάει αυτό, ήταν πριν χρόνια» και ξεπλένεις το στόμα σου βιαστικά, δεν ξανακοιτάζεσαι . Πας για ύπνο .
Το ξυπνητήρι είναι στην ώρα του, όλα εντάξει.
Αύριο.
Μ.Σούρμπη