Ετικέτες

, , , ,

Mike Dolan (modern devil by antonio mora)

(pic. Mike Dolan )

Ήταν γύρω στις 10 το βράδυ, μήνας Νοέμβρης. Το κρύο στην Αθήνα τέτοια εποχή το ‘λεγες και ανύπαρκτο, αν και θεωρούταν χειμώνας. Εκείνος όμως κρύωνε. Είχε βγει βιαστικά απ’ το σπίτι λες και τον κυνηγούσαν Μέδουσες.

Έτσι ένοιωθε.

Ζουσε μαζί με την Ειρήνη εδώ και τρία χρόνια. Καθώς απομακρυνόταν απ’ τη γειτονιά του με το συναίσθημα της φυγής και αποφυγής, μ’ ένα βήμα γρήγορο και αποφασισμένο γεμάτο αβεβαιότητα, δεν ήξερε που πήγαινε. Ήθελε απλά να φύγει.  Αυτή τη διαδρομή όμως την ήξερε, ήξερε πάντα που κατέληγε. Κατηφόρισε το γνωστό δρόμο για να φτάσει σε ένα συνοικιακό μπαράκι,  όπου είχε βρει πολλές φορές καταφύγιο μετά από τέτοιους τσακωμούς. Είχε γνωρίσει την Ειρήνη πριν τρεισήμισι χρόνια, μετά από ένα διάστημα που ήταν μονoς. Του είχε αρέσει θυμάται. Τον έκανε και γελαγε. Ίσως αυτό του έλειπε εκείνη τη περίοδο της ζωής του, το γέλιο.  Δεν ήταν σίγουρος ότι την είχε ερωτευτεί σαν άνθρωπο, απλά του είχε αρέσει πολύ που τον έκανε και γελούσε. Η Ειρήνη ήταν ένας άνθρωπος, όχι ιδιαίτερα τρυφερός… Απεδείχθη μπουλντόζα. Έτσι τους έλεγε ο Αλέξανδρος αυτούς τους ανθρώπους. Μπουλντόζες. Πατούσαν τα πάντα στο πέρασμα τους. Μπροστά σε αυτά που ήθελε να πάρει η Ειρήνη … Μπουλντόζα. Συχνά είχε σκεφτεί την ειρωνεία του ονόματος της και της φύσης της.

Ο καυγάς είχε ξεκινήσει από άλλο ένα ασήμαντο πράγμα και είχε καταλήξει για άλλη μια φορά στο ξέσκισμα της ψυχής του. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν, ότι αν και δυστυχισμένος μαζί της, δεν έκανε αυτό το μικρό βήμα. Να μην ξαναγυρίσει. Έτσι όπως έφυγε, να μην ξαναγυρίσει.

Στεκόταν έξω απ’ το μπαράκι, έτοιμος να μπει. Έψαξε στη τσέπη του για χρήματα … Όπως έφυγε, μπορεί και να μην είχε μια πάνω του.

Άνοιξε τη πόρτα του «Πάλι» και μπήκε. Μικρό, ζεστό και πάντα με κόσμο. Αν και συνοικιακό, ερχόταν κόσμος από πολλά σημεία της Αθηνάς. Ο χαμηλός φωτισμός ζέσταινε τα πρόσωπα εδώ μέσα, ένοιωσε κι εκείνος να αποκτά τη κανονική θερμοκρασία σώματος. Βρήκε μια θέση στο μπαρ, στο κέντρο… Είχε σκεφτεί τη γωνία, αλλά ήταν γεμάτη από μια παρέα . Έκατσε εκεί, παρήγγειλε το ποτό του και χάθηκε στη σκέψη του. Το κενό, και όλα μαζί.

Αυτό που εκτιμούσε εδώ μέσα ήταν ότι ο κόσμος που ερχόταν ήταν απλός, φιλικός προς το περιβάλλον, χωρίς προσχήματα αλλά και χωρίς να ασχολείται με τον δίπλα  Ο Αλέξανδρος εκτιμούσε την ησυχία του. Την είχε ανάγκη, και στα τρεισήμισι χρόνια που ήταν με την Ειρήνη δεν είχε ποτέ, ούτε μετά από τους καβγάδες ψαχτεί με άλλες γυναίκες. Δεν ήταν το στυλακι του. Άλλωστε με μια Ειρήνη στη ζωή σου, δεν έχεις και πολύ χώρο για άλλα .

Ήταν στο τρίτο ποτό και σκεφτόταν το γυρισμό. Έπαιζε το Maybe on Monday των Calexico και το συνδύασε με το φευγιό και το γυρισμό που σκεφτόταν. Maybe on Monday baby …

Έβαλε το χέρι στη τσέπη για να πληρώσει  και όπως έριξε μια βιαστική μάτια τριγύρω, είδε μια δροσερή, όμορφη γυναίκα να τον κοιτάζει με ένα αμυδρό χαμόγελο. Τόσο αχνό, που δεν ήταν καν σίγουρος ότι του χαμογελούσε … Σαν να είχε ξεκουράσει το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της λαμπερά, φώτιζαν όλο της το πρόσωπο …

Κοιτάχτηκαν για κάποια δευτερόλεπτα χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Ο Αλέξανδρος βρήκε το βλέμμα της θεραπευτικό, σαν να του άνοιγε μια πόρτα σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένοιωσε μια ξαφνική ηρεμία να τον πλημμυρίζει, έβγαλε το χέρι απ’ τη τσέπη, γύρισε και τη ξανακοίταξε. Εκείνη δεν είχε πάρει τα μάτια της από πάνω του. Σταθερά και ήρεμα.

Σκέφτηκε τι τον περίμενε στο σπίτι και αποφάσισε να παραγγείλει και το τέταρτο ποτό … Με τέτοιο δώρο που του έγινε απ’ το πουθενά …  Άλλο ένα να γιορτάσει αυτή τη πολυπόθητη γαληνή που ένοιωθε ξαφνικά, σκέφτηκε.

Καθώς το παρήγγειλε, την αναζήτησε. Ήταν σε μια παρέα με γυναίκες – άντρες. Κάτι έλεγαν, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον και γελούσαν. Ανταπέδωσε το κοίταγμα του στο λεπτό, σαν να το καρτερούσε… η όμορφη, γαλήνια, άγνωστη.

Ο Αλέξανδρος απομάκρυνε όλες τις προηγούμενες σκέψεις και αφέθηκε σε αυτή τη στιγμή, άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε το ποτό του φτάνοντας το στο στόμα του. Ήπιε μια γούλια και το άφησε κάτω. Τη στιγμή που ακουμπούσε το ποτήρι στο μπαρ είδε ένα γυναικείο χέρι απλωμένο εκεί, σε μια στάση «εδώ είμαι» .  Σήκωσε τα μάτια του και αντίκρισε την όμορφη, γαλήνια, άγνωστη. Πίσω της, κοντά στη πόρτα πήρε το μάτι του τους φίλους της να ετοιμάζονται να φύγουν. Εκείνη κρατούσε στο άλλο χέρι το παλτό της και του χαμογέλασε, όχι αυτάρεσκα, ούτε με ύφος «κάνεις δεν μπορεί να μου αντισταθεί» . Πιο πολύ με το ύφος, «δεν μου είναι εύκολο αυτό που κάνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» . Πριν προλάβει εκείνος να πει τίποτα, άκουσε την φωνή της να του λέει, «Γεια» .

Η αξία του χαμόγελου της σταθερή και η λάμψη στα μάτια της από κοντά εκθαμβωτική θα έλεγε κάνεις.

Ο Αλέξανδρος αιφνιδιασμένος απάντησε δειλά αλλά και με χαρά κρυμμένη στη φωνή του χαμογελώντας, «Γεια».

Σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε τρυφερά το δικό του πάνω στο μπαρ και την άκουσε να του λέει:

« Ξέρεις, ήρθα να σου πω κάτι, που είδα απ’ τη στιγμή που μπήκες μέσα, και που ήταν και ο λόγος που δεν μπορούσα να μην σε κοιτάζω». Έκανε μια παύση και συνέχισε : « Άκου … Το σεξ προκαλείται. Ο έρωτας εμπνέεται. Η αγάπη χτίζεται» .

Ο Αλέξανδρος έμεινε να την κοιτάζει … Τι ήθελε να πει… Απ’ την ώρα που μπήκε μέσα ; … Τι έλεγε ;  Με ύφος, τα ‘χω χάσει λίγο, της απάντησε «Και  ; … »

«Και εσύ είσαι έμπνευση…. Αλλά όχι εμπνευσμένος» .

Χωρίς να περιμένει απάντηση, έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στην άκρη των χειλιών του… Άκουσε κάποιον να τη φωνάζει απ’ τη πόρτα –  «Ζωή, φεύγουμε»

Πριν προλάβει να της πει τίποτα, είχε γυρίσει την πλάτη και είχε φτάσει στην πόρτα. Του έστειλε άλλο ένα βλέμμα από εκεί, και έκλεισε τη πόρτα.

Ο Αλέξανδρος έμεινε να κοιτάζει προς τη κατεύθυνση της μέχρι που τον διέκοψε ο μπάρμαν. Του έβαλε ένα ποτό μπροστά του, «Κερασμένο απ’ τη κυρία που μιλήσατε» του είπε.

Ήπιε και το πέμπτο, πλήρωσε τα τέσσερα και βγήκε στο δρόμο. Χωρίς να το καταλάβει μπήκε σε ένα ταξί και είπε στο ταξιτζή.

– «Στο κοντινότερο ξενοδοχείο φίλε μου» .

Μ.Σούρμπη